- κἀπιπείσομαι
- ἐπιπείσομαι , ἐπιπείθομαιto be persuadedaor subj mid 1st sg (epic)ἐπιπείσομαι , ἐπιπείθομαιto be persuadedfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.